ἐμπειρικῶν

ἐμπειρικῶν
ἐμπειρικός
experienced
fem gen pl
ἐμπειρικός
experienced
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • γιατροσόφι — και ιατροσόφι, το (Μ ἰατροσόφιον) 1. λαϊκό βιβλίο εμπειρικής ιατρικής που περιέχει κυρίως συλλογή συνταγών εμπειρικών φαρμάκων και άλλη παρόμοια ύλη όπως εξορκισμούς, ερμηνείες ονείρων κ.λπ. 2. συνήθ. στον πληθ. τα γιατροσόφια τρόπος εμπειρικής… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιολογία — Επιστήμη η οποία μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αλληλεπιδράσεις τους. Ο όρος κ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά (ως λατινοελληνικό υβρίδιο sociologie) στο έργο Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας (Cours de Philosophie positive) του Ογκίστ Κοντ (1837).… …   Dictionary of Greek

  • κοσμολογία — Κλάδος της φιλοσοφίας που εξετάζει γενικά το ον και το σύνολο του σύμπαντος, στην προσπάθεια να εναρμονίσει τις ποικίλες όψεις του που αποτελούν αντικείμενο των επιμέρους επιστημών. Από ιστορική άποψη, οι διάφορες κ. συνδέονται αναπόσπαστα με τη… …   Dictionary of Greek

  • λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • μπουχαλιώτικα — τα συνθηματική γλώσσα τών Αλβανών εμπειρικών γιατρών που κατάγονται από την κωμόπολη τής Β. Ηπείρου Μπούχαλη, δυτικά τής Πίνδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μπούχαλη, ονομ. κωμοπόλης τής Β. Ηπείρου + κατάλ. ιώτικα (πρβλ. θρακ ιώτικα, νησ ιώτικα)] …   Dictionary of Greek

  • τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… …   Dictionary of Greek

  • φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… …   Dictionary of Greek

  • χειρουργική — Κλάδος της ιατρικής, ο οποίος ασχολείται με τις παθολογικές καταστάσεις και νόσους, που θεραπεύονται με μηχανικά κυρίως μέσα συνήθως με επεμβάσεις, στις οποίες χρησιμοποιούνται ειδικά εργαλεία. Η χ. υπήρξε ασφαλώς η πρώτη ιατρική του ανθρώπου, ο… …   Dictionary of Greek

  • Αγαθίνος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ολυμπιονίκης, γιος του Αθηναίου στρατηγού Θρασύβουλου. 2. Σπαρτιάτης γιατρός των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Έγραψε τα συγγράμματα Περί πυρετών, Περί σφυγμών και άλλα, που κανένα τους δεν διασώθηκε. Ίδρυσε την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”